- λαγαρόκυκλος
- λαγαρόκυκλος, -ον (AM) [λαγαρός]1. ο βαθιά κοίλος σαν το όστρακο τής χελώνας2. (ως επίθ. τής λύρας και τής κιθάρας) ο πολύ κοίλος («λαγαρόκυκλος λύρα», Ευστάθ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαγαρόκυκλος — somewhat convex masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek